κρυπτική

κρυπτική
κρυπτικός
obscuring
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρυπτικός — ή, ό (Α κρυπτικός ή, όν) [κρυπτός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κρύπτες τών χριστιανών 2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται στις κρύπτες ενός οργάνου («κρυπτική αμυγδαλίτιδα») 3. φρ. βιολ. «κρυπτικός χρωματισμός» χρωματισμός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”